ψυδράκιον

ψυδράκιον
τὸ, ΜΑ [ψύδραξ, -ακος]
λευκή φυσαλλίδα στη μύτη, η οποία, σύμφωνα με την παράδοση, σχηματιζόταν όταν κάποιος έλεγε ψέματα
αρχ.
1. φλύκταινα στο σώμα
2. χαλάζιο, κριθαράκι τού ματιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ψυδράκιον — pimple neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυδρακίοις — ψυδράκιον pimple neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυδρακίων — ψυδράκιον pimple neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυδράκια — ψυδράκιον pimple neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”